-
1 ἔξοδος
ἔξοδος (A), ἡ,A going out, opp. εἴσοδος, S.Aj. 798, 806, etc.;ἐκ τῆς χώρης Hdt.1.94
;ἔστι.. λήθη μνήμης ἔ. Pl.Phlb. 33e
;λήθη ἐπιστήμης ἔ. Id.Smp. 208a
;ἔ. τοῦ βίον PLond.1.77.57
(vi A. D.).2 marching out, military expedition, Hdt.9.19; κοιναὶ ἔ. ib.26;ἔ. ποιεῖσθαι Th. 3.5
, etc., cf. Ar.Nu. 579; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔ. ποιεῖσθαι, of Leonidas, Hdt.7.223;ἔ. ἐξελθεῖν X.HG1.2.17
;ἐξόδους ἕρπειν κενάς S.Aj. 287
;τὴν ἐπ' Ὠρεὸν ἔ. D.18.79
; ἔ. πεζαί ib.100 (s. v.l.).3 procession, Hdt.3.14; esp. of women of rank with their suite,ἔ. γυναικεῖαι Pl. Lg. 784d
, cf. Thphr.Char.22.10;ἐξόδους λαμπρὰς ἐξιοῦσαν D.48.55
, cf. Lex Solonisap.Plu.Sol.21.II way out, outlet,διὰ τῶν στεγέων Hdt.2.148
(pl.), cf. Th.1.106, 2.4(sg.);πυλῶν ἐπ' ἐξόδοις A. Th.33
, cf. 58, 285;πρὸς θυρῶνος ἐξόδοις S.El. 328
; εἴσοδοι καὶ ἔ. entrances and exits, POxy.241.20 (i A. D.); of a river,ἔ. ἐς θάλασσαν Hdt.7.130
;ἡ Ἀρκαδία οὐκ ἔχει ἐξόδους τοῖς ὕδασιν εἰς θάλατταν Arist.Pr. 947a19
.b esp. of the Jewish Exodus, LXXEx. tit., etc.3 of orifices in the body, ἡ ἔ. τοῦ περιττώματος, of the vent or anus, Arist.PA 675b9;τῆς τροφῆς Id.HA 507a32
, cf. 532b6; so of other orifices in the body, ib. 511a27, etc.III end, close, ἐπ' ἐξόδῳ εἶναι (of a truce) Th.5.14;ἐπ' ἐ. τῆς ἀρχῆς X.HG5.4.4
; ἐπ' ἐ. (- ου vulg.)τοῦ ζῆν J.AJ4.8.2
;ἔ. τοῦ βίου PLond.1.77.57
: abs., departure, death, Ev.Luc.9.31, 2 Ep.Pet. 1.15, Arr.Epict.4.4.38.3 end of a tragedy, i.e. all that follows the last choral ode, Arist.Po. 1452b21; ἔξοδον αὐλεῖν play the chorus off the stage (their exit being led by an αὐλητής), Ar.V. 582, cf.Sch.IV outgoing, payment of money, IG14.422 ([place name] Tauromenium), 5(1).1390.50 (Andania, i B. C.), Plb.6.13.2; opp. εἴσοδος, Test.Epict.6.34: pl., D.H.10.30.------------------------------------ἔξοδος (B), ον,
См. также в других словарях:
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
ευθαρσώ — εὐθαρσῶ, έω (Α) [ευθαρσής] έχω θάρρος, είμαι εύτολμος, θαρραλέος («καὶ πυλῶν ἐπ ἐξόδοις μίμνοντες εὐθαρσεῑτε», Αισχύλ,) … Dictionary of Greek